κοινάτορας

κοινάτορας
ο
ο κτηνοτρόφος που είναι μέλος ενός κοινάτου, αυτός που συμμετέχει σε συνεταιρισμό κτηνοτρόφων για τυροκομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινάτο + κατάλ. -τορας (< αρχ. -τωρ), πρβλ. βιγλά-τορας, μαγαζά-τορας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”